- πετροβόλος
- -ο / πετροβόλος, -ον, ΝΜΑαυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.)αρχ.1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλαμηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν ἦσαν οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», Διόδ.β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», Ιώσ.)2. το αρσ. ως ουσ. η σφεντόνα3. φρ. «λίθοι πετροβόλοι» — το χαλάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.